- μεταπολεμικός
- [мэтаполэмикос]εκ. послевоенный,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
μεταπολεμικός — ή, ό 1. (γενικά) αυτός που υπάρχει ή γίνεται μετά από έναν πόλεμο 2. (ειδικά) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετά από τους δύο παγκόσμιους πολέμους περίοδο («η μεταπολεμική οικονομική κατάσταση τής Ευρώπης»). επίρρ... μεταπολεμικώς και ά κατά… … Dictionary of Greek
μεταπολεμικός — ή, ό 1. αυτός που γίνεται ή υπάρχει την εποχή μετά τον πόλεμο: Μεταπολεμική κατάσταση. 2. αυτός που αναφέρεται στην εποχή μετά τον α ή το β παγκόσμιο πόλεμο: Μεταπολεμικά τραγούδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γουίλσον, Χάρολντ — (Harold Wilson, Χάντερσφιλντ 1916 – Λονδίνο 1995). Άγγλος πολιτικός. Γεννήθηκε σε μικροαστική οικογένεια και έδειξε από νεαρός εξαιρετικές πνευματικές ικανότητες. Σε ηλικία μόλις 21 ετών κατόρθωσε να αποφοιτήσει αριστούχος από την Οξφόρδη με τον… … Dictionary of Greek
Χάρης, Πέτρος — Φιλολογικό ψευδώνυμο του πεζογράφου και ακαδημαϊκού Γιάννη Μαρμαριάδη (1902). Γεννήθηκε στην Αθήνα από πατέρα Κρητικό και σπούδασε νομικά. Από το 1930 έως το 1964 υπηρέτησε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών όπου αναδείχτηκε μέχρι τον βαθμό του… … Dictionary of Greek